- αναξιόχρεος
- -η, -ο (και αναξιόχρεως, -ων)ο μη άξιος να πληρώσει τα χρέη του ή να εγγυηθεί ξένα, ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αξιόχρεος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολάου Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.